- εκφθινω
- ἐκφθίνωἐκ-φθίνωгубить, уничтожать, только pass. погибать, пропадать
(ἐξέφθινται νᾶες Aesch.)
ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα Hom. — все запасы были съедены
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐξέφθινται νᾶες Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκφθίνω — ἐκφθίνω (Α) 1. καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι 2. (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς … Dictionary of Greek
ἐξέφθιντο — ἐκφθίνω had all been consumed out of plup ind mp 3rd pl ἐκφθίνω had all been consumed out of aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέφθιτο — ἐκφθίνω had all been consumed out of plup ind mp 3rd sg ἐκφθίνω had all been consumed out of aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέφθινται — ἐκφθίνω had all been consumed out of perf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέφθινθ' — ἐξέφθιντο , ἐκφθίνω had all been consumed out of plup ind mp 3rd pl ἐξέφθιντο , ἐκφθίνω had all been consumed out of aor ind mid 3rd pl ἐξέφθινται , ἐκφθίνω had all been consumed out of perf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)